παρθένειος

παρθένειος
και ποιητ. τ. παρθενήϊος, -ον, Α [παρθένος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παρθένο, παρθενικός, κοριτσίστικος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παρθένεια
α) λυρικά χορικά άσματα, είδος πομπικών ύμνων που άδονταν με τη συνοδεία αυλού από νεαρές παρθένους, σε ορισμένες εορτές, ιδίως τού Απόλλωνος
β) εορτή προς τιμή τής Παρθένου Αρτέμιδος στη Χερσόνησο τής Ταυρίδας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρθένειος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθένειον — παρθένειος masc/fem acc sg παρθένειος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενήιον — παρθενήϊον , παρθένειος masc acc sg (ionic) παρθενήϊον , παρθένειος neut nom/voc/acc sg (ionic) παρθενήϊον , παρθένειος masc/fem acc sg (ionic) παρθενήϊον , παρθένειος neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενηίας — παρθενηΐᾱς , παρθένειος fem acc pl (ionic) παρθενηΐᾱς , παρθένειος fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενηίοις — παρθενηΐοις , παρθένειος masc/neut dat pl (ionic) παρθενηΐοις , παρθένειος masc/fem/neut dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενήια — παρθενήϊα , παρθένειος neut nom/voc/acc pl (ionic) παρθενήϊα , παρθένειος neut nom/voc/acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθένει' — παρθένεια , παρθένεια songs sung by a chorus of maidens neut nom/voc/acc pl παρθένεια , παρθένειος neut nom/voc/acc pl παρθένειε , παρθένειος masc/fem voc sg παρθένεια , παρθένια signs of virginity neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθένια — τὰ, Α 1. λυρικά χορικά άσματα, τα παρθένεια, βλ. παρθένειος 2. τα σημεία που χαρακτηρίζουν την παρθενία μιας γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού πληθ. τού ουδ. τού επιθ. παρθένιος] …   Dictionary of Greek

  • παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο …   Dictionary of Greek

  • ԿՈՒՍԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 1123 Chronological Sequence: Unknown date, 9c, 10c, 12c ա. παρθένειος, νιος, παρθενικός virginalis, virgineus. Սեպհական կուսի եւ կուսութեան. *Կուսական որովայն, կամ արգանդ, կաթն. ծնունդ, մաքրութիւն, տօն. Շար.: *կոյս կուսական… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”